- λυγερόκορμος
- ince ve uzun
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
λυγερόκορμος — η, ο αυτός που έχει λυγερό κορμί, ο κομψός: Λυγερόκορμα κορίτσια μάζευαν τα φρούτα από τα δέντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπαθάτος — η, ο, / σπαθᾱτος, άτη, ον, ΝΜ το αρσ. ως ουσ. ο σπαθάτος (στο Βυζ.) ο σπαθάριος νεοελλ. 1. αυτός που φέρει σπαθί 2. αξιωματικός 3. μτφ. (για πρόσ.) ψηλός και λεπτός, λυγερόκορμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + κατάλ. ᾶτος (πρβλ. κονταρ ᾶτος)] … Dictionary of Greek